αναμπαίζω

αναμπαίζω
-αιξα, -αίχτηκα, -αιγμένος, εμπαίζω περιγελώ: Έκατσαν τ' αναμπαίματα στις στράτες ν' αναμπαίζουν (δημοτ. στίχ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναμπαίζω — βλ. ανεμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + εμπαίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”